- μάξιμουμ
- τοάκλ. (λ. λατ.), το ανώτατο, αυτό που αγγίζει το μέγιστο όριο (αντίθ. μίνιμουμ, το).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μάξιμουμ — το το μέγιστο, το ανώτατο όριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. maximum «μέγιστο», υπερθ. τού επιθ. magnus] … Dictionary of Greek
πλαφόν — το, Ν άκλ. το μέγιστο ανώτατο όριο, το σημείο το οποίο δεν μπορεί να ξεπεραστεί, αλλ. μάξιμουμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plafond «οροφή» < plat «επίπεδο» + fond «βάθος»] … Dictionary of Greek